- τροκάνα
- η, Ν1. βαρύ ξύλινο κρόταλο που ηχεί κατά την περιστροφή του, ροκάνα2. βαρύ κουδούνι τών προβάτων, αλλ. τροκάνι.[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο τροκ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τροκάνα — η 1. βαρύ ξύλινο κρόταλο που ηχεί με περιστροφή, ροκάνα: Μας ξεκούφανε με την τροκάνα του. 2. βαρύ κουδούνι προβάτων, γιδιών κτλ., τροκάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροκάνι — και τρουκάνι, το, Ν [τροκάνα] βαρύ κουδούνι που κρεμούν στα πρόβατα … Dictionary of Greek
τροκάνι — το βαρύ κουδούνι προβάτων, γιδιών κτλ., τροκάνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)